Τραυματικές Παθήσεις του Εγκεφάλου

 

Οι τραυματικές παθήσεις του εγκεφάλου περιλαμβάνουν τα αιματώματα που διακρίνονται σε επισκληρίδια, υποσκληρίδια και ενδοεγκεφαλικά, καθώς επίσης και στην τραυματική υπαραχνοειδή αιμορραγία και τις εγκεφαλικές θλάσεις.

 

Επισκληρίδιο αιμάτωμα

Ο εγκέφαλος φυσιολογικά καλύπτεται από τρεις διαδοχικές μήνιγγες (μεμβράνες), την σκληρά μήνιγγα (εξωτερικά), την αραχνοειδή μήνιγγα (ενδιάμεσα) και την χοριοειδή μήνιγγα (εσωτερικά). Οι τρεις αυτές μήνιγγες επενδύουν εξωτερικά τον εγκέφαλο και παρεμβάλλονται μεταξύ αυτού και της εσωτερικής επιφάνειας του κρανίου για να τον στηρίζουν και να τον προστατεύουν.
Όταν μετά από μια κάκωση της κεφαλής (π.χ. τροχαίο ατύχημα, πτώση κτλ.) προκληθεί τραυματισμός ενός αγγείου (συνήθως αρτηρίας) λόγω κατάγματος του κρανίου, μπορεί να συγκεντρωθεί αίμα μεταξύ της εσωτερικής επιφάνειας του κρανίου και της σκληράς μήνιγγας και να προκαλέσει το λεγόμενο επισκληρίδιο αιμάτωμα. Το επισκληρίδιο αιμάτωμα λόγω της αρτηριακής του προέλευσης έχει συνήθως την τάση να αυξάνεται ταχέως σε μέγεθος με αποτέλεσμα να πιέζει την επιφάνεια του εγκεφάλου και σταδιακά να προκαλεί στον ασθενή αδυναμία του αντίπλευρου (της αντίθετης δηλαδή πλευράς του σώματος) χεριού και ποδιού, ενώ αν μείνει χωρίς αντιμετώπιση ο ασθενής τελικά μπορεί να πέσει σε κώμα και να επέλθει ο θάνατος. Η διάγνωση του επισκληριδίου αιματώματος, εκτός από την κλινική εξέταση του ασθενούς, επιβεβαιώνεται με την αξονική τομογραφία εγκεφάλου που αποκαλύπτει την παρουσία αίματος στον επισκληρίδιο χώρο. Η αντιμετώπιση του είναι σχεδόν πάντα χειρουργική και συνίσταται σε κρανιοτομία (αφαίρεση δηλαδή ενός τμήματος του κρανίου) πάνω από την περιοχή του αιματώματος, αφαίρεση του αιματώματος, διακοπή της αιμορραγίας και επανατοποθέτηση του οστού. Σε ένα μικρό ποσοστό των ασθενών με επισκληρίδιο αιμάτωμα η αντιμετώπιση μπορεί να είναι συντηρητική, να μην χρειαστεί δηλαδή χειρουργείο, τουλάχιστον εξαρχής, με την προϋπόθεση ότι το αιμάτωμα είναι μικρό σε διαστάσεις, δεν επηρεάζει νευρολογικά τον ασθενή και με δεδομένο οτι αυτός παραμένει εντός του νοσοκομείου και υπό στενή ιατρική παρακολούθηση, ούτως ώστε σε οποιαδήποτε επιδείνωση αυτού να είναι δυνατή η άμεση χειρουργική παρέμβαση.

 

Υποσκληρίδιο αιμάτωμα

Μετά από μια κάκωση της κεφαλής (π.χ. τροχαίο ατύχημα, πτώση κτλ.), μπορεί να τραυματιστούν οι φλέβες του εγκεφάλου που βρίσκονται μεταξύ της σκληράς και της αραχνοειδούς μήνιγγας με αποτέλεσμα να συγκεντρωθεί αίμα σε αυτόν τον χώρο (τον επονομαζόμενο υποσκληρίδιο χώρο) και να προκληθεί οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα. Λόγω των χαρακτηριστικών του υποσκληριδίου χώρου, το αιμάτωμα σε αυτή την περιοχή μπορεί να λάβει γρήγορα μεγάλες διαστάσεις και να προκαλέσει συμπτώματα στον ασθενή (διαταραχές κίνησης χεριού, ποδιού, διαταραχές ομιλίας, βυθιότητα κτλ.). Η διάγνωση του υποσκληριδίου αιματώματος, εκτός από την κλινική εξέταση του ασθενούς, επιβεβαιώνεται με την αξονική τομογραφία εγκεφάλου που αποκαλύπτει την παρουσία αίματος στον υποσκληρίδιο χώρο. Εφόσον το υποσκληρίδιο αιμάτωμα είναι μεγάλο σε μέγεθος και προκαλεί συμπτώματα στον ασθενή, η αντιμετώπισή του είναι χειρουργική και έγκειται στη διενέργεια κρανιοτομίας (αφαίρεση δηλαδή ενός τμήματος του κρανίου) πάνω από την περιοχή του αιματώματος, διάνοιξη της σκληράς μήνιγγας, αφαίρεση του αιματώματος, διακοπή της αιμορραγίας, επανασυρραφή της σκληράς μήνιγγας και επανατοποθέτηση του οστού.
Εκτός από το οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα, υπάρχει και μια άλλη κατηγορία που ονομάζεται χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα. Αυτό προκαλείται συνήθως 1-3 μήνες μετά από μια κάκωση της κεφαλής (που μπορεί να ήταν τόσο ήπια ώστε ο ασθενής να μην την θυμάται καν). Ο μηχανισμός με τον οποίο σχηματίζεται συνήθως το χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα περιλαμβάνει αρχικά την δημιουργία ενός μικρού οξέος υποσκληριδίου αιματώματος (που είναι τόσο μικρό ώστε δεν προκαλεί συμπώματα) και το αιμάτωμα αυτό σταδιακά απορροφά υγρό από τους πέριξ ιστούς και τα αγγεία με αποτέλεσμα να διογκώνεται και τελικώς να προκαλεί συμπτώματα (αδυναμία των αντίπλευρων άκρων). Σε αυτή την περίπτωση η χειρουργική αντιμετώπιση συνίσταται στη δημιουργία δυο κρανιοανατρήσεων (οπών στο κρανίο) δια των οποίων το αιμάτωμα ξεπλένεται με μεγάλη ποσότητα φυσιολογικού ορού ωσότου αφαιρεθεί εντελώς.


Ενδοεγκεφαλικό αιμάτωμα

Όταν ο τραυματισμός της κεφαλής προκαλέσει ρήξη αγγείων όχι στην επιφάνεια του εγκεφάλου αλλά μέσα στο εγκεφαλικό παρέγχυμα (στο εσωτερικό δηλαδή του εγκεφάλου), τότε μπορεί να προκληθεί το λεγόμενο ενδοεγκεφαλικό αιμάτωμα. Η συμπτωματολογία του ασθενούς εξαρτάται αφενός από την περιοχή του εγκεφάλου όπου βρίσκεται το αιμάτωμα και αφετέρου από το μέγεθός του, που αν είναι μεγάλο ασκεί πίεση στις γειτονικές του δομές και μπορεί να επηρεάσει συνολικά τη λειτουργία του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα ο ασθενής να πέσει σε κώμα και τελικά να καταλήξει.
Η διάγνωση τίθεται και πάλι με την αξονική τομογραφία εγκεφάλου και η αντιμετώπιση, εφόσον το αιμάτωμα είναι μεγάλο και προκαλεί συμπτώματα, είναι χειρουργική και συνίσταται σε κρανιοτομία (αφαίρεση δηλαδή ενός τμήματος του κρανίου) πάνω από την περιοχή του ενδοεγκεφαλικού αιματώματος, διάνοιξη των μηνίγγων, ανεύρεση και αφαίρεση του αιματώματος, διακοπή της αιμορραγίας, επανασυρραφή των μηνίγγων και επανατοποθέτηση του οστού.


Τραυματική υπαραχνοειδής αιμορραγίας

Όταν μετά από μια κάκωση της κεφαλής επέλθει τραυματισμός μικρών αγγείων στην επιφάνεια του εγκεφάλου (και συγκεκριμένα στον χώρο μεταξύ της αραχνοειδούς και της χοριοειδούς μήνιγγας, τον επονομαζόμενο υπαραχνοειδή χώρο) τότε προκαλείται υπαραχνοειδής αιμορραγία. Η συλλογή αίματος σε αυτή την περίπτωση είναι διάχυτη και δε χρήζει χειρουργικής παρέμβασης, μπορεί όμως να δράσει ερεθιστικά επί του εγκεφάλου και να προκαλέσει επιληπτικές κρίσεις ή διαταραχή του επιπέδου συνείδησης (βυθιότητα/υπνηλία έως και κώμα). Η αντιμετώπισή της είναι συντηρητική.



Εγκεφαλικές θλάσεις

Η εγκεφαλική θλάση είναι ο τοπικός τραυματισμός του εγκεφαλικού παρεγχύματος. Με απλά λόγια πρόκειται για έναν αιμορραγικό μώλωπα (μια “μελανιά”) του εγκεφάλου που προκαλείται μετά από τραυματισμό της κεφαλής. Τα συμπτώματα που μπορεί να προκαλέσει μια εγκεφαλική θλάση έχουν να κάνουν με την θέση αυτής στον εγκέφαλο. Έτσι, μπορεί ο ασθενής να παρουσιάζει μυική αδυναμία σε κάποιο χέρι ή πόδι, διαταραχή της ομιλίας ή της συμπεριφοράς και του επιπέδου συνείδησης. Συχνά οι ασθενείς αυτοί παρουσιάζουν διαδοχικά επεισόδια διέγερσης/επιθετικότητας και υπνηλίας/βυθιότητας. Μπορεί επίσης να εκδηλώσουν επιληπτικές κρίσεις λόγω ερεθισμού του εγκεφαλικού φλοιού. Οι εγκεφαλικές θλάσεις γενικά αντιμετωπίζονται συντηρητικά, δεν χρήζουν δηλαδή χειρουργικής αντιμετώπισης. Κάποιες φορές όμως εμφανίζουν γύρω τους έντονο εγκεφαλικό οίδημα το οποίο μπορεί να πιέζει και να παρεκτοπίζει τις γειτονικές υγιείς δομές, καθώς επίσης και να αυξάνει την ενδοκράνια πίεση. Σε αυτές τις περιπτώσεις εκτός από την φαρμακευτική, αποιδηματική αγωγή μπορεί να χρειαστεί και χειρουργική επέμβαση κρανιεκτομίας (αφαίρεσης δηλαδή ενός τμήματος του κρανίου) ούτως ώστε να δοθεί χώρος στον εγκέφαλο και να διατηρηθεί η ενδοκράνια πίεση σε ανεκτά επίπεδα. Στις περισσότερες πάντως περιπτώσεις οι ασθενείς με εγκεφαλικές θλάσεις αντιμετωπίζονται συντηρητικά και η ανάρρωση τους είναι ικανοποιητική αν και μερικές φορές απαιτεί αρκετές ημέρες νοσηλείας.